- διώξω
- διώκωcause to runaor subj act 1st sgδιώκωcause to runfut ind act 1st sgδιώκωcause to runaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Säulen des Herakles — Wappen Spaniens Als Säulen des Herakles (altgriechisch αἱ Ἡράκλειοι στῆλαι … Deutsch Wikipedia
MINAE — Martis comites, apud Stat. Theb. l. 7. v. 47. ubi aula huius eleganter describitur, primis salit impetus amens E foribus, caecumque Nefas, Iraeque rubentes, Exsanguesque Metus, occultisque ensibus adstant Insidiae geminumque tenens Discordia… … Hofmann J. Lexicon universale
απονοσφίζω — ἀπονοσφίζω (Α) [απονόσφι] 1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι 2. αφαιρώ, αρπάζω 3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου … Dictionary of Greek
διώξιμο — το εκδίωξη, αποπομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. τού μέλλοντα διώξω (τού ρ. διώκω) + (κατάλ.) ιμο (πρβλ. γράφω γράψω γράψιμο)] … Dictionary of Greek
διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
εξαυτής — (AM ἐξαυτῆς και ἐξ αὐτῆς) (ως επίρρ.) μσν. νεοελλ. (με αντων.) ἀπὸ ἐξαυτῆς μου, σου κ.λπ. 1. από μένα («εἶντα θέλετε νὰ μάθετε ἀπ ἐξαυτῆς μου;») 2. από μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία («ἐγὼ ἀπὸ ξαυτῆς μου δὲν δύνομαι νὰ τὸν διώξω») αρχ. αμέσως … Dictionary of Greek
ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… … Dictionary of Greek